μικροτοκιστής

μικροτοκιστής
μικρο-τοκιστής, οῦ, ὁ (in Lat. form),
A small money-lender, CIL9.823 ([place name] Luceria).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικροτοκιστής — μικροτοκιστής, ὁ (Α) αυτός που δανείζει μικρά χρηματικά ποσά με τόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + τοκιστής (< τοκίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”